κοντογυρίζω

κοντογυρίζω
1. αμετ. крутиться, вертеться (где-л.);
2. μετ, увиваться (около, вокруг кого-л.); обхаживать (кого-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοντογυρίζω" в других словарях:

  • κοντογυρίζω — (Μ κοντογυρίζω) νεοελλ. 1. περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. προσπαθώ να καταφέρω κάτι 3. μτφ. πολιορκώ ερωτικά μσν. κάνω σύντομη στροφή προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + γυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • κοντογυρίζω — κοντογύρισα 1. περιφέρομαι: Κοντογυρίζει κάτω από τα παράθυρά της. 2. πολιορκώ κάποιον είτε ερωτικά είτε για να πετύχω κάτι: Την κοντογυρίζει τρεις μέρες τώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντογύρισμα — κοντογύρισμα, τὸ (Μ) [κοντογυρίζω] μικρή κίνηση τού κορμιού, ελιγμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»